- επίτροπος
- Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου, ανίκανου να τις διαχειριστεί ο ίδιος είτε εξαιτίας αδυναμίας (ανήλικος, απών, ασθενής) είτε λόγω της ίδιας της φύσης του, πράγμα που συμβαίνει στις περιπτώσεις ιδρυμάτων, οργανώσεων ή άλλου νομικού προσώπου. Βασικό χαρακτηριστικό του λειτουργήματος του ε. είναι ότι είναι λειτούργημα δημοσίου συμφέροντος αν και όχι δημόσιο λειτούργημα με νομική ακριβολογία. Επίσης, είναι προσωρινό (δεν χωράει δηλαδή αντικατάσταση) και παρέχεται κατά κανόνα δωρεάν. Τέλος, ο ε. είναι ένας και αναλαμβάνει το λειτούργημα με προσωπική ευθύνη. Προβλέπεται όμως σε ορισμένες περιπτώσεις και συνεπίτροπος, κυρίως για ειδικούς λόγους. Η κλασικότερη περίπτωση ε. είναι εκείνος των ανηλίκων. Ο ε. των ανηλίκων είναι γνωστός από το αρχαίο δίκαιο και μπορούσε να διοριστεί από τον πατέρα πριν από τον θάνατό του, αλλά δεν μπορούσε να είναι ε. η μητέρα, καθώς η γυναίκα δεν είχε τότε δικαιώματα ούτε ασκούσε δημόσια λειτουργήματα.
Το λειτούργημα του ε. προϋποθέτει ορισμένα προσόντα και συνεπάγεται ορισμένες υποχρεώσεις που αναφέρονται ειδικά στον νόμο για κάθε περίπτωση. Ο Α.Κ. ρυθμίζει την επιτροπεία, καθορίζοντας με λεπτομέρειες τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ε., τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία διορισμού του (όταν δεν καλείται στην επιτροπεία από τον νόμο), καθώς επίσης και τον τρόπο εκπροσώπησης του ανηλίκου και διαχείρισης της περιουσίας του, τη λήξη του λειτουργήματος και τη λογοδοσία του. Για την παρακολούθηση της εκτέλεσης των καθηκόντων του ε., διορίζεται πάντα από το δικαστήριο, ο παρεπίτροπος, ενώ σε ειδικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν συγκρούονται τα συμφέροντα του ε. με τα συμφέροντα του επιτροπευόμενου, διορίζεται ειδικός ε. Για τις πιο σοβαρές πράξεις του ε. σχετικά με τη διαχείριση της περιουσίας του ανηλίκου απαιτείται γνωμοδότηση του συγγενικού συμβουλίου του ανηλίκου και άδεια του δικαστηρίου.
Στις ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες προβλέπεται εξάλλου και η εκλογή και διορισμός ε. για τη διοίκηση και τη διαχείριση της περιουσίας των ναών που ανήκει στον επίσκοπο, ο οποίος ωστόσο αδυνατεί να τη διεκπεραιώνει προσωπικά εξαιτίας του φόρτου των καθηκόντων του. Για την προϋπόθεση και τον τρόπο εκλογής και διορισμού τους, καθώς και για τα καθήκοντά τους, προβλέπουν οι διάφοροι εκκλησιαστικοί νόμοι.
Ο οικονομικός ε. της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι αρχιερέας, διορίζεται με διάταγμα για δύο χρόνια και αναπληρώνει τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών στην προεδρία των δύο οικονομικών εκκλησιαστικών οργανισμών ΟΔΕΠ και TAKE. Ο θεσμός αυτός καθιερώθηκε το 1936 με αναγκαστικό νόμο. Υπάρχει και ο θεσμός του ε. στην Ιερά Σύνοδο που ισχύει από το 1833 και προβλέπεται από τον καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Είναι ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης στην Ιερά Σύνοδο· πρέπει να είναι καθηγητής της θεολογικής σχολής του πανεπιστημίου και να διοριστεί με διάταγμα. Ο ε. παίρνει μέρος στις συνεδριάσεις της συνόδου με ψήφο, εκτός από τα θέματα πίστης και λατρείας. Ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας ρυθμίζει τις λεπτομέρειες της κλήσης και συμμετοχής του καθώς και την αναπλήρωσή του σε περίπτωση κωλύματος.
Στο διεθνές δίκαιο, ονομάστηκαν ε. (commissaires) οι ειδικοί αντιπρόσωποι των χωρών, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εκτέλεση μιας εντολής. Είναι ειδικοί απεσταλμένοι οι οποίοι δεν ανήκουν στο διπλωματικό σώμα, αλλά εκπροσωπούν απευθείας την κυβέρνηση. Νομικά δεν απολαμβάνουν τα προνόμια της διπλωματίας, αλλά στη διεθνή πρακτική είναι πρόσωπα που χαίρουν μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού.
ε. κοινοτικός. Ονομάζεται το μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της EE (κομισάριος). Οι ε. διορίζονται από τις κυβερνήσεις των χωρών-μελών της EE για περίοδο 5 ετών και εγκρίνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί. Από τη στιγμή που θα διοριστούν, είναι μέλη ενός ανεξάρτητου σώματος και δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν την πολιτική της κυβέρνησής τους. Κάθε ε. ηγείται μιας διεύθυνσης. Ο αριθμός των ε. το 1995 ήταν 20: δύο από τη Γαλλία, δύο από τη Γερμανία, δύο από την Iταλία, δύο από την Ισπανία, δύο από τη Μεγάλη Βρετανία και ένας από τις άλλες 10 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ε. κυβερνητικός. Εκείνος που διορίζεται για να εκπροσωπεί την κυβέρνηση σε ένα ίδρυμα, οργανισμό ή άλλη αρχή. Στην περίοδο της δημοκρατίας ονομάζονται κυβερνητικοί ε. και οι ε. των στρατοδικείων καθώς και ο ε. της Ιεράς Συνόδου. Ο νόμος προβλέπει τον διορισμό κυβερνητικού ε. και για την παρακολούθηση των εταιρειών που ανέστειλαν τις πληρωμές τους και τις διαχειρίζονται οι πιστωτές τους. Επίσης προβλέπει ε. και για την Τράπεζα της Ελλάδος, την Εθνική Τράπεζα, το Χρηματιστήριο και άλλους οργανισμούς.
ε. στρατοδικείου. Εκείνος που εκτελεί χρέη εισαγγελέα σε στρατοδικείο. Αναπληρώνεται από τον αντεπίτροπο, όπως ακριβώς ο εισαγγελέας από τον αντεισαγγελέα. Για τον τρόπο διορισμού και τα καθήκοντά του προβλέπει ο στρατιωτικός Π.Κ.
Η κοινοτικός επίτροπος Άννα Διαμαντοπούλου (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο, η (AM ἐπίτροπος, -ον) [επιτρέπω]1. αυτός που τού έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας εντολής2. εκπρόσωπος, εντεταλμένος, επιστάτης, φροντιστής, διοικητής, επόπτης3. κηδεμόνας, επιμελητής («ἐπίτροπος ὢν Θάρυπος τοῡ βασιλέως ἔτι παιδὸς ὄντος», Θουκ.)νεοελλ.αυτός που ασκεί καθήκοντα εισαγγελέα σε στρατοδικείο ή ναυτοδικείομσν.- νεοελλ.εκκλ. αυτός που ασχολείται με τις εισπράξεις και τις δαπάνες τών ναώναρχ.-μσν.1. διοικητής, τοπάρχης, αντιβασιλιάς («τοὺς ἐπιτρόπους τῆς Μέμφιος», Ηρόδ.)2. εκτελεστής διαθήκης3. φύλακας, προστάτης, βοηθός («θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῑσι μήδεται», Πίνδ.)αρχ.1. επιστάτης, επιμελητής, οικονόμος («ἐκήρυξε δέ παρεῑναι πάντας τοὺς ἐπιτρόπους», Ξεν.)2. απεσταλμένος τού Καίσαρος, διοικητής («εἰσὶ δὲ καὶ ἐπίτροποι τοῡ Καίσαρος», Στράβ.)3. επόπτης τών εκτελεστών τής διαθήκης.
Dictionary of Greek. 2013.